Σαβάζιος

Σαβάζιος
Σᾰβάζιος, , ([etym.] Σαβός) a Phrygian deity, whose mysteries resembled the τελεταί of Dionysus, Thphr.Char.27.8 (but Σαβάδιον [acc.] ib.16.4, cf. Dessau Inscr.Lat.Sel.2189), Nymphis 11; hence afterwards taken as a name of Dionysus himself, Ar.V.9, Av.875, Lys.388;
A

θεῷ Σαβαζίῳ παγκοιράνῳ CIG3791

([place name] Bithynia), cf. IG12(5).27 ([place name] Sicinus);

Δὶ Σαβαζίῳ BMus.Inscr.1100

(Italy, iii A.D.); Διὶ Σεβαζίῳ (sic) Supp.Epigr.1.302 ([place name] Thrace): also [full] Σαόαζος AJA3(1887).363 ([place name] Phrygia); τοῦ Διὸς Σαουάζου IGRom.4.889(ibid.); [full] Σαβάδιος, Gloss.
II Adj. Σᾰβάζιος, α, ον, Bacchic, θύσθλα cj. in Opp.C.1.26;

τὰ Σαβάζια Str.10.3.18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Σαβάζιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …   Dictionary of Greek

  • Σαβάζιος — Θρακοφρυγική θεότητα που λατρευόταν στον ελληνικό κόσμο από τον 5o αι. π.Χ. Για τον εξωτικό και οργιαστικό χαρακτήρα της και για τη δημοτικότητα της μεταξύ των κατώτερων τάξεων, η λατρεία του Σ. κατακρίθηκε και χλευάστηκε από τους καλλιεργημένους …   Dictionary of Greek

  • Σαβαζίω — Σαβάζιος masc nom/voc/acc dual Σαβάζιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сабаций — (Σαβάζιος, Σαβάδιος, Σαβάσιος, Σαβάνδος, Σεβάζιος, Σεβάδιος) главное фригийское божество, некоторыми чертами своего значения и культа сближающееся с божествами греческими, Зевсом и Дионисом, через посредство фракиян влиявшее на культы этих… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • САБАСИЙ —    • Σαβάζιος,          см. Διόνυσος, Дионис, 5, и Cybele, Рея …   Реальный словарь классических древностей

  • Σαβαζίου — Σαβάζιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαβαζίους — Σαβάζιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαβαζίων — Σαβάζιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαβαζίῳ — Σαβάζιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαβάζιε — Σαβάζιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”